σεκούριον

σεκούριον
τὸ, Α
τσεκούρι, πέλεκυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. securis «τσεκούρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… …   Dictionary of Greek

  • τσυρίζω — και τσιρίζω Ν (ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή τού σ σε τσ , πρβλ. κό τσ υφας < κό σσ υφος, τσεκούρι < σεκούριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”